- απιστία
- (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10 ημέρες έως 5 χρόνια). Περιπτώσεις διαχείρισης περιουσίας άλλου με βάση τον νόμο έχουμε πολλές στο οικογενειακό δίκαιο, π.χ. διαχείριση περιουσίας ανηλίκου τέκνου κλπ. Στο κληρονομικό δίκαιο έχουμε τον εκτελεστή διαθήκης, στην πολιτική δικονομία έχουμε την αναγκαστική διαχείριση, στο εμπορικό δίκαιο τη διαχείριση του συνδίκου πτώχευσης κλπ. Η ειδική αυτή πρόβλεψη έχει ως αιτία τη σχέση εμπιστοσύνης και την κατάχρησή της. Ως προς το είδος της ζημίας, εφαρμόζονται τα γενικά περί ζημιών. Ιδιαίτερα, προβλέπεται το αδίκημα της υπηρεσιακής α. που τιμωρείται αυστηρότερα με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών ή δύο ετών, αν η ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου είναι ιδιαίτερα μεγάλη ή και κάθειρξη έως 10 ετών, αν o υπάλληλος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Υποκείμενο του αδικήματος είναι ο δημόσιος υπάλληλος που του έχει ανατεθεί είτε ο προσδιορισμός είτε η είσπραξη φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημένων ή οποιωνδήποτε εσόδων. Στοιχεία του αδικήματος αποτελούν η ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου ή της δημοτικής αρχής που του έχουν εμπιστευθεί τη διαχείριση, από ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) που σκοπεύει ενσυνείδητα στο οικονομικό όφελος του ίδιου ή άλλου.
* * *η (AM ἀπιστία) [άπιστος]1. έλλειψη χριστιανικής πίστης, το να μην πιστεύει κάποιος στον αληθινό θεό2. έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία3. ανειλικρίνεια, δολιότητα4. αναξιοπιστίανεοελλ.1. έλλειψη συζυγικής ή ερωτικής πίστης2. αδίκημα κατά το οποίο ζημιώνει κάποιος από πρόθεση την περιουσία άλλου, της οποίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση εν όλω, εν μέρει ή για ορισμένη μόνο πράξημσν.1. κατηγορία2. ανυπακοή στους νόμους3. παρασπονδίααρχ.-μσν.προδοσίααρχ.1. κάτι απίθανο, παράδοξο2. φρ. α) «ἀπιστία πρὸς ἑαυτόν» — έλλειψη αυτοπεποίθησης6) «ἀπιστία τοῡ κατηγόρου» — ανυποληψία.
Dictionary of Greek. 2013.